-
1 διαλεκτικη
ἥ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) диалектика (искусство правильного расчленения бытия: τὸ κατὰ γένη διαιρεῖσθαι τῆς διαλεκτικῆς ἐπιστήμης ἐστίν Plat., т.е. ученое о познании общих начал бытия: τά κοινὰ ἁπάντων γνωρίζειν Arst. и, в связи с этим, ведущее к истинному знанию: ἐπιστήμη ἀληθῶν καὴ ψευδῶν καὴ οὐδετέρων Diog.L. через вопросы и ответы собеседников: ἐρωτᾶν τε καὴ ἀποκρίνεσθαι Plat. т.е. к философии)ἡ δ. πειραστικέ περὴ ὧν ἥ φιλοσοφία γνωριστική Arst. — диалектика есть стремление к тому знанию, обладательницей которого является философия
-
2 διαλεκτική
-
3 διαλεκτικῇ
-
4 διαλεκτική
η диалектика -
5 διαλεκτική
διαλεκτικόςconversational: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 διαλεκτική
diyalektik, eytişimsel -
7 διαλεκτικον
τό Plat. = διαλεκτική См. διαλεκτικη -
8 μέθ-οδος
μέθ-οδος, ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεϑ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσϑαι ἡ μέϑοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεϑόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσϑαι τὴν μέϑοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέϑοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.
-
9 θριγκός
θριγκός, ὁ, nach VLL. ἡ στεφάνη τῶν τοίχω; neben τοῖχος Od. 17, 266, ἐπήσκηται δέ οἱ αυλη τοίχῳ καὶ ϑριγκοῖσι, Schol. περιβόλοις; nach Eur. Or. 1585 = γεῖσον, die überstehende Mauerzinne; nach Hesych. ruht auf ihr das Dach; so wohl auch Od. 7, 87 zu nehmen, wenn der Vers nicht eingeschoben, s. Nitzsch; λάϊνοι ϑριγκοὶ δόμων Eur. El. 1151, wie ναῶν χρυσήρεις ϑρ. I. T. 129; dah. vom Einsturze des Hauses ϑριγκὸν εἰςιδεῖν δόμων πιτνόντα, 47; Arist. phys. 7, 3. – Uebh. Umfriedigung, Zaun, Eur. Ion 1321 Ar. Th. 58 u. bes. Plut. u. a. Sp., wie Paus. 1, 42, 8. – Uebertr., ἆρ' οὖν δοκεῖ σοι ὥσπερ ϑρ. τοῖς μαϑήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἐπάνω κεῖσϑαι, gleichsam Schlußstein, Gipfel, Plat. Rep. VII, 534 e; vgl. Eur. Troad. 489 τὸ λοίσϑιον δὲ ϑρ. ἀϑλίων κακῶν, δούλη γραῦς Ἑλλάδ' εἰςαφίξομαι.
-
10 εξεταστικος
31) умеющий исследовать, тщательно разбирающий(τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὴ ἐ. Luc.)
2) исследующий(διαλεκτική Arst.)
-
11 θριγκος
ὅ1) венечный карниз, зубчатый верх стены(οἰκίας Arst.)
ἐπήσκηται αὐλέ τοίχῳ καὴ θριγκοῖσι Hom. — двор обнесен (был) зубчатой стеной;δῶμα περιφερὲς θρίγκοις Eur. — дворец с зубчатой стеной2) стена, ограда(χωρίοις θριγκοὺς προβάλλειν Plut.)
τοῦ θριγκοῦ ὑπερβάλλειν πόδα Eur. — переступать ограду;πελάθειν θριγκοῖς Arph. — приближаться к ограде3) высшая степень, верх, завершение(ἀθλίων κακῶν Eur.)
θ. τοῖς μαθήμασιν ἥ διαλεκτική (sc. ἐστιν) Plat. — венцом (всех) наук является диалектика -
12 ισοστροφος
2обращенный в ту же сторону, имеющий то же направление, занятый тем же предметом(ῥητορική, ἧς ἰ. ἥ διαλεκτική ἐστιν Sext.)
-
13 στρεφω
(fut. στρέψω, aor. 1 ἔοτρεψα - эп. στρέψα, эп. aor. iter. στρέψασκον; pass.: aor. 1 ἐστρέφθην - ион.-дор. ἐστράφθην, aor. 2 ἐστράφην с ᾱ, pf. ἔστραμμαι)1) поворачивать(οὖρον, ἵππους Hom.; πηδάλιον Pind.; πρόσωπον πρός τινα Eur.; ὄμμα Plat.)
στρατὸν στρέψαι πρὸς ἀλκήν Eur. — вернуть войско в сражение;ἔνθα καὴ ἔνθα στρέφεσθαι Hom. — поворачиваться туда и сюда, т.е. беспокойно метаться;δυσκολαίνειν καὴ στρέφεσθαι τέν νύχθ΄ ὅλην Arph. — охать и метаться всю ночь;στραφεὴς ἴω ; Soph. — повернуться мне и уйти?;πάσας σ. στροφάς Plat. — поворачивать во все стороны (ср. 2);στρέψασθαι ἐκ χώρης (ὅθι) Hom. — вернуться оттуда (где);οἱ ἐπὴ τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι τόποι Polyb. — обращенные к северу местности;σ. ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Arph. — предаться порокам;σ. τι πρὸς κέρδος ἴδιον Eur. — обращать что-л. в свою пользу2) переворачивать, опрокидывать(σ. κάτω Soph.)
ἄνω κάτω σ. τι Dem. — опрокидывать что-л. вверх дном;ἄνω τε καὴ κάτω τι σ. Aesch., Plat., Dem. — ставить все наголову, т.е. распоряжаться по своему произволу;διπλᾶ στρέψαι τὰ ἐρωτήματα Plat. — по-иному поставить те же вопросы;στροφὰς στρέφεσθαι Plat. — прибегать к уверткам, изворачиваться3) поднимать плугом, вспахивать(τέν γῆν Xen.)
4) кружить, вращать(τὸν ἄτρακτον Plat.; κύκλῳ στρέφεσθαι Arst.; Ἄρκτος, ἥτ΄ αὐτοῦ στρέφεται Hom.)
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρέφεσθαι Luc. — (о веретене) вертеться на длинной нити, перен. бесконечно тянуться5) вить, крутить, скручивать(σπάρτα ἐστραμμένα Xen.)
χερσίν τινος στρεφθείς Hom. — обвившись руками вокруг чего-л.;στραφῆναι τὸν πόδα Her. — вывихнуть себе ногу6) изменять(τὰ γράμματα Plat.)
κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις Soph. — твой гнев улегся бы, если бы ты узнал все7) мучить, терзать(τινά Arph.; ψυχήν Plat.)
8) обдумывать, обсуждать(τι Eur., Luc.)
9) med., перен. вращаться, находиться, пребывать(ἔν τινι Plat.)
περὴ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἥ διαλεκτική Arph. — той же областью (что и философия) занимается диалектика10) поворачивать(ся)τάναντία στρέψαι Xen. — повернуть в противоположную сторону -
14 γνωριστικός
A capable of apprehending, cognitive, Pl.Def. 414c;κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.de An. 404b28
;τοῦ εἴδους Id.Ph. 194b4
;ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.Metaph. 1004b26
; ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή title of work ascribed to Archytas, Iamb.Comm. Math.2; capable of knowing, Plu.2.79d, Arr.Epict.2.20.21;γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5
. Adv.-κῶς, ζῆν Porph.Gaur.16.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωριστικός
-
15 διαλεκτικός
2 δ. ὄργανα organs of articulate speech, opp. φωνητικά, Gal.16.204.II skilled in dialectic, ;ἦ καὶ δ. καλεῖς τὸν λόγον ἑκάστου λαμβάνοντα τῆς οὐσίας; Id.R. 534b
; dialectical, Arist. Metaph. 995b23;δ. συλλογισμός Id.Top. 100a22
; πρὸς τοὺς δ., title of work by Metrodorus, D.L.10.24, cf. Phld.Rh.1.279 S., al.III ἡ διαλεκτική (sc. τέχνη) dialectic, discussion by question and answer, invented by Zeno of Elea, Arist.Fr.65; philosophical method,ὥσπερ θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ δ. ἐπάνω κεῖται Pl.R. 534e
: ; περὶ -κῆς, title of work by Cleanthes, D.L.7.174.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλεκτικός
-
16 θριγκός
θριγκ-ός, ὁ,A topmost course of stones in a wall, cornice, coping, mostly in pl., Od.17.267, S.Fr. 506, Arist.Ph. 246a18, IG7.3073.68 (Lebad.); of the row of slabs behind the frieze, SIG244ii61 (Delph., iv B.C.);δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς E.Hel. 430
: sg., Id.IT47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριγκός
-
17 μέθοδος
A following after, pursuit,νύμφης μέθοδον ποιεῖσθαι Anon.
ap. Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν (EM409.35):—hence,II pursuit of knowledge, investigation, Pl.Sph. 218d, 235c, al.; μ. ποιεῖσθαι to pursue one's inquiry, ib. 243d;ἐν τῇ πρώτῃ μ. Arist.Pol. 1289a26
: hence, treatise, Dam.Pr. 451.2 mode of prosecuting such inquiry, method, system, Pl.Phdr. 270c, Arist.EN 1129a6, Pol. 1252a18, etc.;ἡ διαλεκτικὴ μ. Pl.R. 533c
, Arist.Rh. 1358a4; joined with τέχνη, Id.EN 1094a1, cf. Phld.Rh.1.32 S.; μ. ἔχειν to have a plan or system, Arist.Top. 101a29;ἡ περὶ τὸν πίνακα μ. Plu.Rom.12
.4 'methodic' medicine,ἰητὴρ μεθόδου.. προστάτα Epigr.Gr.306
([place name] Smyrna), cf. Julian. ap.Gal.18(1).256.5 Rhet., means, τῆς εὑρέσεως, τοῦ κατορθοῦν, τοῦ ἀνεπαχθῶς ἑαυτὸν ἐπαινεῖν, Hermog.Meth.2,22,25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέθοδος
-
18 πειραστικός
A fitted for trying or testing, tentative,ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γνωριστική Arist. Metaph. 1004b25
; ἡ -κή (sc. τέχνη, ἐπιστήμη) as a branch of dialectic, Id.SE 169b25 ; π. λόγοι ib. 165a39, cf. Gal. 17(2).350 ; οἱ π. διάλογοι of Plato, as the Euthyphro, Theaetetus, Meno, Ion, Thrasyll. ap. D.L.3.58 sq. Adv.- κῶς Ascl. in Metaph. 246.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειραστικός
-
19 χρυσίππειος
χρῡσίππειος, ον,II Chrysippius, a plant named from its discoverer, Plin.HN26.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσίππειος
-
20 ἀντίστροφος
ἀντίστροφ-ος, ον,A turned so as to face one another: hence, correlative, co-ordinate, counterpart, Pl.Tht. 158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg. 464b, R. 605a;ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh. 1354a1
, Pol. 1293a33, etc.;ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37
J.; also τινός the correlative or counterpart of.., Pl.R. 530d, Grg. 465d, Isoc.5.61, etc.;ἀ... ὥσπερ Arist.Pol. 1292b7
. Adv. - φως in a manner corresponding, ; being the counterpart of..,Arist.
PA 661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph. 265b8.2 in Logic, converse,λόγος Phld.Rh.1.179S.
Adv.- φως Id.Sign.6
: also in Math., converse,θεώρημα Papp.970.20
;τὰ ἀ.
the converse proposition,Apollon.Perg.
Con. 4.55. Adv. - φως conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4.3 contrary, opposed,τινός D.Chr.4.87
;πρός τι Luc.Merc.Cond.31
. Adv.- φως
in the opposite way,Phld.
Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18.III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf.ἀντιστροφή 11.2
), Hdn.Fig. p.102S.IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr. 918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh. 1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11.V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp. 882codd.VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3.2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182.VIII Adv. - φως crosswise,τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14
; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστροφος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
διαλεκτική — η (φιλοσ.), μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας με τη συζήτηση: Ο Σωκράτης διέπρεψε στη διαλεκτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτικῇ — διαλεκτικός conversational fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτική — διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
ДИАЛЕКТИКА — ДИАЛЕКТИКА (ἡ διαλεκτικὴ sc. τέχνη, от глаг. διαλέγομαι разговаривать, беседовать, рассуждать), искусство вести беседу, спор; в различных контекстах термин диалектика использовался как синоним 1) риторики, 2) логики, 3) философии. Софисты … Античная философия
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek